συγκρινομένων

συγκρινομένων
συγκρῑνομένων , συγκρίνω
bring into combination
pres part mp fem gen pl
συγκρῑνομένων , συγκρίνω
bring into combination
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συσχετισμός — ο, Ν 1. η συσχέτιση 2. (τοπογρ.) η άρση τών ασυμφωνιών που είναι δυνατόν να υπάρξουν σε τοπογραφικά δεδομένα ώστε όλα τα μέρη να αλληλοσχετίζονται χωρίς εμφανές σφάλμα 3. φρ. «συσχετισμός δυνάμεων» αναλογική σχέση τών κάθε είδους δυνάμεων οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”